- βάρβαρος
- βάρβᾰρος, -ον1 of barbarous speech
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βάρβαρος — barbarous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρβαρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον… … Dictionary of Greek
βάρβαρος — η, ο 1. απολίτιστος, απαίδευτος: Λέγεται πως η τεχνολογία μπορεί να κάνει τους ανθρώπους βάρβαρους. 2. σκληρός, βίαιος: Φέρεται στους εργαζόμενους με πολύ βάρβαρο τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρβαρώτερον — βάρβαρος barbarous masc acc comp sg βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc comp sg βάρβαρος barbarous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρωτάτων — βάρβαρος barbarous fem gen superl pl βάρβαρος barbarous masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρώτατα — βάρβαρος barbarous adverbial superl βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρώτατον — βάρβαρος barbarous masc acc superl sg βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβάρω — βάρβαρος barbarous masc/fem/neut nom/voc/acc dual βάρβαρος barbarous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) βαρβαρόομαι pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρβαρόομαι imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) βαρβαρόω make barbarous pres imperat act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβάρως — βάρβαρος barbarous adverbial βάρβαρος barbarous masc/fem acc pl (doric) βαρβαρόομαι imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) βαρβαρόω make barbarous imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρβαρον — βάρβαρος barbarous masc/fem acc sg βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρωτάτην — βάρβαρος barbarous fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)